- μακάριως
- επίρρ. блаженно, безмятежно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μακαρίως — Μακάριος blessed masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίως — μακάριος blessed adverbial μακάριος blessed masc acc pl (doric) μακάριος blessed adverbial μακάριος blessed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
ԵՐՋԱՆԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0703 Chronological Sequence: Unknown date, 10c Տ. Երջանկաբար. μακαρίως feliciter *Երջանկապէս ինքն իսկ կեցցէ, եւ երանելիք իցեն ի միասին լսօղքն բանիցն. Պղատ. օրին. ՟Դ: *Երջանկապէս յոգի զարդարեալ. Նար. ՟Ղ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия